Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

της αναπαράστασης

См. также в других словарях:

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • χαρτογραφία — Επιστήμη που αποβλέπει στην απεικόνιση επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, σε σμίκρυνση, ενός μέρους ή όλης της γήινης επιφάνειας. Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας… …   Dictionary of Greek

  • Κεβέντο ι Βιλιέγκας, Φρανθίσκο ντε- — (Francisco de Quevedo y Villegas, Μαδρίτη 1580 – Βιλιανουέβα δε λος Ινφάντες 1645). Ισπανός συγγραφέας. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Αρχικά μαθήτευσε σε ένα σχολείο ιησουιτών και ύστερα σπούδασε κλασική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αλκαλά… …   Dictionary of Greek

  • στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας …   Dictionary of Greek

  • Χάαμπ, Ότο — (Haab, 1850 – 1931). Ελβετός οφθαλμίατρος και καθηγητής της οφθαλμολογίας στην ιατρική σχολή της Ζυρίχης. Οι εργασίες του για τις παθήσεις του βυθού του ματιού, τις εξωτερικές παθήσεις του ματιού καθώς και για τις μεθόδους εγχείρησης,… …   Dictionary of Greek

  • συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • φανταστικός — ή, ό / φανταστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φανταχτικός ή, ό,και τ. θηλ. φανταστικιά, Ν [φαντάζω, ομαι] αυτός που αναφέρεται στην ψυχική λειτουργία τής φαντασίας, που συλλαμβάνεται με τη φαντασία νεοελλ. 1. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ανύπαρκτος …   Dictionary of Greek

  • αφηρημένος — και αφαιρεμένος, η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. του αφαιρώ) 1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωμένη την προσοχή του σε κάτι 2. μη καθορισμένος ή συγκεκριμένος, αόριστος 3. «αφηρημένα ουσιαστικά» αυτό που δηλώνουν έννοιες και όχι όντα ή αντικείμενα 4.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»